πτυκτός

πτυκτός
-ή, -ό / πτυκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πυκτός, -ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν
η διπλωμένη γάζα σε πληγή
2. φρ. «πίναξ πτυκτός» — δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», Ομ. Ιλ.
β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῑς πίναξι», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύσσω. Ο τ. πυκτός με προληπτική ανομοίωση τού πρώτου -τ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτυκτός — folded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκταί — πτυκτός folded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκτοί — πτυκτός folded masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκτῆς — πτυκτός folded fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκτῇσιν — πτυκτός folded fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκτήν — πτυκτός folded fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυκτά — πτυκτόν folded neut nom/voc/acc pl πτυκτός folded neut nom/voc/acc pl πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc/acc dual πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτυκτος — ον, Α πολύπλοκος («πολύπτυκτοι ῥυθμοί», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτυκτός (< πτύσσω), πρβλ. κατά πτυκτος] …   Dictionary of Greek

  • πτυκτόν — folded neut nom/voc/acc sg πτυκτός folded masc acc sg πτυκτός folded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπτυκτος — εὔπτυκτος, ον (Α) καλά διπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτυκτός (< πτύσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”