- πτυκτός
- -ή, -ό / πτυκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πυκτός, -ή, -όν, Ααυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτόςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόνη διπλωμένη γάζα σε πληγή2. φρ. «πίναξ πτυκτός» — δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», Ομ. Ιλ.β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῑς πίναξι», Ηρωδιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύσσω. Ο τ. πυκτός με προληπτική ανομοίωση τού πρώτου -τ-].
Dictionary of Greek. 2013.